- τρυγώ
- (I)-άω, ΝΑβλ. τρυγώ.————————(II)-έω, Α1. (κατά τον Ησύχ.) ξηραίνω2. μτγν. τ. τού τρυγῶ (Ι)*.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τρυγώ].————————(III)-όω, Ατρυγώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. τρυγῶ (Ι), κατά τα συνηρημένα σε -ῶ /-όω].————————τρυγῶ, -άω, ΝΜΑ1. συγκομίζω ώριμους καρπούς και ιδίως σταφύλια2. μτφ. αποσπώ χρήματα από κάποιον εκμεταλλευόμενος την αγάπη που μού δείχνει, απομυζώ, βυζαίνω (α. «κάνει πως τόν αγαπάει και τόν τρυγάει» β. «καὶ νῡν τρυγῶσι αὐτόν», Λουκιαν.)νεοελλ.1. (κατ' επέκτ.) συλλέγω το μέλι από τις κυψέλες2. μτφ. απολαμβάνω ερωτικές χαρές («να τρυγήσω τα φιλιά της»)αρχ.παροιμ. «ἐρήμους τρυγᾱν»(ενν. ἀμπέλους) (συλλέγω σταφύλια από αφύλακτο αμπέλι) λέγεται για εκείνους που επιδεικνύουν τόλμη εκεί όπου δεν υπάρχει τίποτε το επίφοβο, για τους ψευτοπαληκαράδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία πιθανότατα συνδέεται με τον τ. τρύξ (βλ. λ. τρύγα). Το ρ. τρυγῶ χρησιμοποιείται τόσο με τη γενική σημ. «συλλέγω καρπούς» όσο και με την ειδικότερη «μαζεύω σταφύλια», ενώ ορισμένοι τ. της οικογένειας εμφανίζουν σημασίες σχετικές με την έννοια της ξηρότητας (πρβλ. ὀτρύγη, χόρτος, καλάμη, τρύγω «ξηραίνομαι», τρυγῶ (ΙΙ) «ξηραίνω», τρυγαβόλιον «αποθήκη στην οποία φυλάσσονται οι ξηροί καρποί»].
Dictionary of Greek. 2013.